- ξεμονάχιασμα
- το [ξεμοναχιάζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμοναχιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεμονάχιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμοναχιάζω, η απομόνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)